τραγίλα

τραγίλα
η, Ν
η άσχημη οσμή που αναδίδει ο τράγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κατάλ. -ίλα (πρβλ. προβατ-ίλα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τραγίλα — η η μυρουδιά του τράγου, η βαρβατίλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …   Dictionary of Greek

  • γράσος — ο (Α γράσος) 1. δυσοσμία τράγου, τραγίλα 2. δυσοσμία από τον ιδρώτα τών μασχαλών τών ανθρώπων, ιδρωτίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράω «καταπίνω» (πρβλ. τράγος τρώγω) με επίθημα σο . Η λ. γράσος έχει και τη σημασία «τράγος» από μετωνυμία] …   Dictionary of Greek

  • κινάβρα — η (Α κινάβρα) 1. η ιδιάζουσα οσμή τών τράγων, τραγίλα 2. (για πρόσ.) η μυρωδιά τού ιδρώτα αρχ. 1. η γενειάδα («ἀνθρωπινώτερος νῡν ἀναπέφηνας άποθέμενος σαυτοῡ τήν κινάβραν», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Φώτ.) α) μικρολογία β) τα περιττώματα γ) το πυκνό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”